• Όπως ενδεχομένως παρατηρήσατε, όσοι είστε παλαιότεροι χρήστες, έγιναν κάποιες αλλαγές στο site. Οι αλλαγές δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί, οπότε τυχόν προβλήματα ή αβλεψίες θα λυθούν σύντομα.

Πνευματικό χαλάρωμα.

silver-

New member
=================================================================================================================
Φθινοπωρινές Αναζητήσεις



Μπροστά στον καφενέ, με τη μαγκούρα να τον συντροφεύει, ο γέροντας αγνάντευε πέρα από τον πλάτανο. Ίσως και να ονειρευόταν. Το βλέμμα πίσω από τα χοντρά γυαλιά του δυσδιάκριτο, έμοιαζε απλανές, νόμιζε κανείς πως ίσως και να μην έβλεπε. Κόντευε τα ενενήντα, μάζευε ήλιο τούτες τις ζεστές ακόμη φθινοπωρινές μέρες για το χειμώνα που έπεφτε βαρύς στ' αγαπημένα του κορφοβούνια. Είχε περάσει καιρός από τότε που τα πόδια του βάρυναν. Δεν είχε πια τις αντοχές να κινείται με ευκολία και του άρεσε να αράζει εκεί στον καφενέ, να χαζεύει τα γύρω του, όπως εξηγούσε στον διαπορούντα περαστικό που τον προσέγγισε, μιας και δεν είδε άλλον άνθρωπο νωρίς εκείνο το πρωινό στο χωριό.

Αποσπούσαν την προσοχή του απλά πράγματα, ένα θρόισμα του αέρα, το πέταγμα ενός πουλιού ή ενός εντόμου, ένας ήχος ή ακόμη και τίποτε, όταν τον παρέσυρε το πνεύμα και οι οφθαλμοί απλώς έμεναν ακίνητοι, κατακτημένοι από τις σκέψεις ή τις αναπολήσεις. «Είναι η ευτυχία μου αυτή», θα εξομολογηθεί στον άγνωστο, που γοητεύθηκε από το ύφος, τον τρόπο και την ομιλία του γέροντα. Αστός, της πόλης εκείνος, μπερδεμένος από τα πολλά φθινοπωρινά, από εκείνα που κάθε Σεπτέμβρη ταράζουν τους ανθρώπους και τους ξαναβάζουν στο σκληρό παιχνίδι της αστικής καθημερινότητας, που το καλοκαίρι λασκάρει και δημιουργεί ψευδαισθήσεις ότι η ζωή μπορεί να είναι και αλλιώς. Στάθηκε όμως στον καφενέ. Είδε στο ήρεμο γεροντικό πρόσωπο το αντίδοτο του δικού του αναστατωμένου βίου και αναζήτησε απαντήσεις.

«Θες να βρεις την ευτυχία, ξένε μου. Δεν ξέρω που να σε στείλω, μα θα σου πω που τη βρήκα εγώ. Εδώ μεγάλωσα, σ' αυτό το χωριουδάκι. Έφυγα ελάχιστες φορές, όταν υπήρχε απόλυτη ανάγκη και οι περιστάσεις το επέβαλαν. Εδώ, ανάμεσα σ' αυτές τις πλαγιές, πέρασα τα χρόνια μου, δουλεύοντας στα χτήματα. Πότε στο όργωμα, άλλοτε στο σκάλο, μετά στο θερισμό, στον τρύγο, κόβοντας ξύλα ή φροντίζοντας τα ζώα. Παλεύοντας με τη φύση, στα καλά και στ' άσχημά της, με λίγα, με εκείνα που είχαμε. Δικό μας το ψωμί, δικά μας τα κηπευτικά, τα φασόλια, τα ρεβύθια, οι φακές, το κρασί απ' τ' αμπέλια μας, το γάλα, το τυρί, το βούτυρο αγνά, απ' τα ζωντανά μας. Καθαρά, ξένε μου, χωρίς φάρμακα, χωρίς ορμόνες, με γεύση κανονική, σε μέγεθος σωστό, όπως τα φτιάχνει ο καιρός, όπως τα μεγαλώνει το χορτάρι και ο ήλιος. Λεφτά δεν είχαμε ποτέ πολλά. Δεν μας έλειψαν κιόλας ούτε που και τα ζηλέψαμε.

Τα παιδιά, έξι ζωή να 'χουνε, τα αναθρέψαμε καλά, πήγανε στα σχολεία, πρόκοψαν. Είναι στην πόλη, έχουν αμάξια, σπίτια, δουλειές, αλλά να σου πω την αλήθεια στενοχωριέμαι. Τα βλέπω σαν κι εσένα, όλο έγνοιες και σκοτούρες και σκέφτομαι αν έκανα καλά και δεν τους κράτησα εδώ. Αρχόντοι θα ήταν τώρα. Θα είχανε το χωριό δικό τους, αν κράταγαν και τα δικά μου χούγια, νοικοκυραίοι μεγάλοι θα γινόντανε. Να σου πω το μυστικό ποιο είναι. Απλή ζωή, περπάτημα πολύ, δουλειά χειρωνακτική, αλλά με σύστημα και αγάπη. Όχι το έργο για το έργο. Με μεράκι το όργωμα. Το κλάδεμα με πόνο για τ' αμπέλι, ο σκάλος μερακλήδικος, τα ζώα με αγάπη και υπομονή. Και τους ανθρώπους με καλοσύνη. Μη σε πιάνουν εγωισμοί και οι φανατισμοί. Δώσε, άμα θες να πάρεις. Και τέλος πάντων, δώσε τόπο στην οργή, όλα έχουν την εξήγησή τους. Αμα γνωρίζεις, μπορείς και να κατανοείς τον κόσμο καλύτερα. Και να ξέρεις πως τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία, ούτε και τα αξιώματα. Ο απλός βίος και η ανεκτικότητα δίνουν τη χαρά. Αυτή γεμίζει τη ζωή.

«Να 'σαι καλά γέροντα», είπε ο φθινοπωρινός επισκέπτης, έμεινε για λίγο σιωπηλός, το βλέμμα έψαξε πέρα από τον πλάτανο μήπως και δει αυτό που κοιτούσε ο γέροντας, αλλά δεν τα κατάφερε. Σηκώθηκε, χαιρέτησε ξανά, μπήκε στο αμάξι και κατηφόρισε για να ξανάβρει τον κόσμο του, που δεν μπορούσε να αρνηθεί ούτε να ξεπεράσει...

=================================================================================================================
 

silver-

New member
=================================================================================================================
Οικογένεια ή επάγγελμα;


Πριν επιχειρήσουμε μια προσέγγιση στο περίπλοκο αυτό ερώτημα, οικογένεια ή επάγγελμα θα ήταν χρήσιμο, νομίζω, να ρίξουμε μια μικρή ματιά στο ιστορικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο οι δύο αυτές έννοιες αναπτύχθηκαν, συνδέθηκαν ή αποχωρίστηκαν, στο δικό μας τουλάχιστον χώρο και στη δική μας εποχή.

Ο αιώνας μας, με τη βιομηχανική του επανάσταση, και αργότερα με τους δύο Παγκόσμιους πολέμους που τον σημάδεψαν, βρέθηκε ν΄ αντιμετωπίζει για πολλά χρόνια μια έντονη και διαρκή αντιπαράθεση ανάμεσα στις δυο τάξεις: την εργατική και την εργοδοτική. Όπως και αν το κοινωνικό σύστημα αποκαλούσε αυτή την αντιπαράθεση «Καπιταλισμό», «Σοσιαλισμό», «Επανάσταση», «Ανεργία», «Συνδικαλισμό», «Απεργία», «Μποϋκοτάζ», το βέβαιο είναι πως ένα βαθύ και, πολλές φορές, αιματηρό ρήγμα δημιουργήθηκε ανάμεσα στους δυο «αντιπάλους». Που για να γεφυρωθεί κάπως, η τάξη που χορηγούσε την εργασία βρέθηκε αναγκασμένη να παραχωρήσει πολλά προνόμια στην τάξη που είχε ανάγκη απ΄ αυτή την εργασία.

Κι έτσι, ενώ στις αρχές του αιώνα, ο βιομηχανικός εργάτης, λόγου χάρη, έμπαινε στο εργοστάσιο πριν χαράξει ο ήλιος κι έβγαινε αφού είχε δύσει, ανασφάλιστος, αβέβαιος για το αύριο, θύμα κι αυτός κι η οικογένειά του των ορέξεων ενός ανάλγητου, κατά κανόνα, εργοδότη, από τα μέσα του αιώνα κι εδώθε, με τους αγώνες του, με την πίεση, με τον εκβιασμό, κατάφερε να ανατρέψει τις άνισες κι άδικες συνθήκες εργασίας και να εξασφαλίσει ανθρωπινότερες συνθήκες διαβίωσης. Πέτυχε το οκτάωρο, και σε πολλές ειδικότητες το επτάωρο, πέτυχε το πενθήμερο, το «ρεπό», τις άδειες του καλοκαιριού, τα επιδόματα, τα δώρα των εορτών, την κοινωνική περίθαλψη και τη συνταξιοδότηση. Και σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα με τέτοιο υπερβολικό και προκλητικό τρόπο, που η αποκατάσταση αυτής της ομολογημένης αδικίας να καταντά σχεδόν άδικη.

Αυτό το επεσήμανε η τάξη που είχε χορηγήσει τα προνόμια. Και περίμενε την ευκαιρία να επιτεθεί, με τον τρόπο της φυσικά, και σιγά-σιγά, «ανεπαισθήτως», που θα έλεγε κι ο ποιητής, να επαναφέρει στις σχέσεις «κεφαλαίου-εργασίας» τη διασαλευθείσα «αρμονία», που τόσο τη συνέφερε.

Εδώ ακριβώς, κατά τη γνώμη μας, οφείλεται και η μεγάλη διαταραχή στις «κατά παράδοσιν» σχέσεις οικογένειας-επαγγέλματος.

Ας τις δούμε αυτές τις σχέσεις, όπως τις γνωρίσαμε εμείς οι κάτοικοι αυτού του αιώνα που πέρασε, εμείς οι πολίτες αυτού του τόπου, όπως τις μάθαμε από τους παππούδες κι από τους γονείς μας.

Η οικογένεια της νονάς μου είχε εφτά παιδιά. Πέντε κορίτσια και δύο αγόρια. Ο παππούς ήταν ένας μικρέμπορος στην επαρχία. Οι οικογένειες που έκαναν αυτά τα εφτά παιδιά, όταν παντρεύτηκαν, και παντρεύτηκαν όλα, ήταν πολυμελείς. Από πέντε παιδιά κι απάνω η καθεμιά. Κι αυτά τα παιδιά αναστήθηκαν, μεγάλωσαν, πήγαν σχολείο, σπούδασαν με τη δουλειά, με το επάγγελμα του πατέρα μονάχα. Μιλάω για οικογένειες μέσης αστικής ή αγροτικής τάξης. Όχι για τις πολύ πλούσιες ούτε για τις πολύ φτωχές.

Σ΄ αυτές, λοιπόν, τις οικογένειες όταν ο πατέρας ρωτιόταν για το επάγγελμά του, απαντούσε ανάλογα: Δημόσιος υπάλληλος, επαγγελματίας, δικηγόρος, γιατρός, αξιωματικός, αγρότης, ψαράς, έμπορος, εκπαιδευτικός, ιερέας και τα παρόμοια. Όταν ρωτούσαν τη μητέρα, εκείνη έσκυβε το κεφάλι κι απαντούσε χαμηλόφωνα: Οικιακά. Το ΄λεγε σαν να ντρεπόταν. Σαν να ήταν κάτι ταπεινωτικό γι΄ αυτήν. Κι ήταν ταπεινωτικό. Γιατί αυτό το επάγγελμα δεν ήταν επάγγελμα, ήταν δουλεία τις περισσότερες φορές. Και δεν ήταν ένα επάγγελμα. Ήταν δέκα μαζί.

Η μητέρα που μεγάλωσε εμένα και τα τέσσερα αδέλφια μου, οι μητέρες των φίλων μου, οι μητέρες στους τόπους που τις γνώρισα εγώ - και γνώρισα πολλές γιατί ο πατέρας μου ήταν τελωνιακός και τον μετέθεταν απ΄ τη μια πόλη στην άλλη, όλες οι μητέρες του καιρού μου και της τάξης μου που θυμάμαι εγώ, ήταν σκλάβες. Ήταν συγχρόνως μαγείρισσες, ζυμώτριες, φουρνάρισσες, μοδίστρες, βρεφοκόμοι, μπαλωματούδες, πλέκτριες, υφάντριες, κεντίστρες, πλύντριες, καθαρίστριες, και τ΄ απογεύματα, που γύριζαν τα παιδιά απ΄ το σχολείο, γινόντουσαν και δασκάλες να τα «διαβάσουν». Κι έμενε, όταν έγερνε η μέρα, κι άλλο ένα «επάγγελμα» να διεκπεραιώσουν. Επάγγελμα είχε καταντήσει, δυστυχώς, γι΄ αυτές. Το επάγγελμα της συζύγου ή της ερωμένης. Πώς να επιτελεσθεί, ύστερα από τόση πολύωρη κι εξαντλητική κόπωση; Τώρα που το σκέπτομαι, αναρωτιέμαι μήπως η έκφραση: «Συζυγικό καθήκον», έχει εδώ ακριβώς τις ρίζες και την προέλευσή της.

Αυτή ήταν η σχέση επαγγέλματος και οικογένειας για πολλά χρόνια εδώ, στον δικό μου τόπο, όπως τη γνώρισα εγώ, και σε χιλιάδες άλλους τόπους που δεν τους γνώρισα, αλλά που τους ξέρω από διαβάσματά μου, και σε χιλιάδες άλλα χρόνια που προηγήθηκαν. Οικογένεια ήταν το επάγγελμα της μητέρας ν΄ ανασταίνει παιδιά, και επάγγελμα ήταν η δουλειά του πατέρα που έφερνε στο σπίτι τα χρήματα για ν΄ αναστηθεί αυτή η οικογένεια.

Και κάποτε ήλθε η απελευθέρωση της γυναίκας. Κάποιες ισορροπίες άρχισαν ν΄ ανατρέπονται. Η γυναίκα θα μπορούσε πια να εργάζεται κι έξω απ΄ το σπίτι και να συνεισφέρει κι αυτή στο οικογενειακό εισόδημα. Είχε καταφέρει τώρα κι αυτή να ΄χει το επάγγελμά της. Να πάψει πια να΄ ναι δούλα στο σπίτι. Και δεν υποψιαζόταν πως αυτή της η επιτυχία πρόσθετε άλλη μία δουλεία στη ζωή της. Τη δουλεία της ελευθερίας της.

Όπως και να ΄ναι, τώρα, με δυο μισθούς, τα πράγματα θ΄ άρχιζαν - έτσι είχαν ελπίσει - να καλλιτερεύουν και για κείνη και για τα παιδιά και για τον σύζυγο-πατέρα, που δεν θα σήκωνε πια μόνος στους ώμους του τα οικογενειακά βάρη. Μα για τα παιδιά τους δεν είχε αλλάξει τίποτα. Ίσα-ίσα, η απουσία της μάνας από το σπίτι δυσκόλεψε τα πράγματα, ενώ οι ανάγκες όχι μόνον παρέμεναν οι ίδιες αλλά, μέρα με τη μέρα, με την αλλαγή του τρόπου ζωής, μεγάλωναν.

Τι έπρεπε να γίνει; Πως θα τα ΄βγαζαν πέρα; Γιατί σ΄ αυτό το διάστημα άρχισε να εκδηλώνεται έντονη η αντίδραση της οικονομικής τάξης που κάποτε, κάτω από πίεση, είχε αναγκαστεί να παραχωρήσει εκείνα τα περίεργα προνόμια στους εργαζομένους. Οκτάωρα, δηλαδή, επιδόματα, ασφαλίσεις, συντάξεις, ρεπό, δώρα. Που ακούστηκε; Αυτό το «διαφυγόν κέρδος» έπρεπε οι προνομιούχοι να το επανακτήσουν. Με ποιόν τρόπο όμως; Όχι φυσικά με τη βία, αλλά με την κοινωνία της ευημερίας και της αφθονίας.

Κι έριξαν στην αγορά, με τη βοήθεια μιας ταχύτατα εξελισσόμενης τεχνολογίας, του κόσμου τα αγαθά. Όλων των ειδών: υλικά, πνευματικά, ψυχαγωγικά, θεραπευτικά, καλλιτεχνικά για κάθε γούστο και για κάθε βαλάντιο. Αυτό το τελευταίο ακουγόταν κάπως τσουχτερό, αλλά τι να κάνουμε, η πρόοδος και η ευημερία θέλουν θυσίες.

- Δηλαδή; Ρώτησε η σύζυγος-μητέρα.

- Θα δουλέψω και υπερωρίες, απάντησε ο σύζυγος-πατέρας. Θα δουλέψω και τ΄ απόγευμα σε μια δεύτερη δουλειά. Πως αλλιώς θα τα βγάλουμε πέρα;

- Θ΄ αρχίσω να παίρνω κι εγώ δουλειά στο σπίτι, υπερθεμάτισε πρόθυμα η αστόχαστη σύζυγος-μητέρα.

Κι ύστερα, σαν να καλοσκέφτηκε αυτό που είπε, ρώτησε με κάποιο δισταγμό:

- Και τα παιδιά που λέγαμε;

- Ποια παιδιά;

- Να, είχαμε πει, πως όταν θα παντρευόμαστε θα γεμίζαμε το σπίτι κουτσούβελα...

- Ναι, αλλά πήραμε το πλυντήριο. Και το ψυγείο. Και τον καταψύκτη. Και το αυτοκίνητο. Και το στερεοφωνικό. Και το καινούργιο σαλόνι. Και τον φούρνο των μικροκυμάτων. Κι είχαμε, μην ξεχνάς, και τις δόσεις για κείνο το οικοπεδάκι στο Πόρτο-Ράφτη.

Γίνηκε σιωπή.

Κι ύστερα η σύζυγος (εδώ το - «μητέρα» κόβεται), ρώτησε, δαγκώνοντας τα χείλη της, τον σύζυγο (κι εδώ εκείνο το «πατέρα», κόβεται κι αυτό).

- Ούτε ένα;

- Τι ένα; Ρώτησε ο σύζυγος αιφνιδιασμένος.

- Λέω, ούτε ένα μωράκι;

Ξανάγινε σιωπή. Κι ύστερα ο σύζυγος είπε κομπιάζοντας.

- Κι εγώ το θέλω Αιμιλία... Το ξέρεις πόσο το θέλω...

Άναψε τσιγάρο και συνέχισε δύσκολα.

- Αλλά ένα παιδί σήμερα είναι μεγάλο πρόβλημα για τους γονείς, που εργάζονται κι οι δυο. Ο γιατρός που θα παρακολουθεί την εγκυμοσύνη σου, το μαιευτήριο, μια γέννα σήμερα κοστίζει δυο εκατομμύρια δραχμές, ύστερα ο παιδίατρος, το καροτσάκι του μωρού, τα εμβόλιά του, τα ρουχαλάκια του, οι πάνες, η νταντά, η μπέϊμπυσίτερ, εμείς οι δύο, βλέπεις εργαζόμαστε πρωί-απόγευμα, δεν μπορούμε ν΄ αφήνουμε μονάχο το παιδί. Άσε που άμα μεγαλώσει λίγο θ΄ αρχίσουν τα σχολεία, και τα φροντιστήρια κι οι ξένες γλώσσες... Ένα παιδί σήμερα, Αιμιλία...

Και αυτό το παιδί δεν γεννήθηκε. Το επάγγελμα των δύο γονιών εμπόδισε, σ΄ αυτή την περίπτωση, τη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης οικογένειας.

Είναι άραγε μια περίπτωση που αποτελεί εξαίρεση; Ή είναι ο κανόνας; Που κάποιοι τολμηροί ίσως τον καταργούν και προχωρούν ίσαμε το πρώτο, ή και το δεύτερο παιδί; Και σταματούν εκεί; Δεν είμαστε αρμόδιοι ν΄ απαντήσουμε. Εμείς μια κοινή, μια κοινότατη ιστορία αφηγούμαστε. Για κείνη την παλιά την οικογένεια που ξέραμε, την οικογένεια των παππούδων και των γονιών μας, που μεγαλώσαμε μέσα σ΄ αυτήν και που την είχαμε κάποτε αγαπήσει. Τώρα αυτή η οικογένεια βλέπουμε να κλονίζεται, να χάνεται σιγά-σιγά, χτυπημένη από τα αγαθά της ευημερίας. Κι από τους ίδιους που θα ΄πρεπε να την υπερασπιστούν. Ας μην τους αδικούμε. Η ανάγκη των καιρών μπερδεύει τους ανθρώπους. Κι οι άνθρωποι με τη σειρά τους μπερδεύουν τις λέξεις. Κι οι λέξεις τους εκδικούνται. Τους παραπλανούν. Η επιτυχία παίρνει τη θέση της ευτυχίας, και το μερτικό σ΄ αυτή την ευτυχία μέρα τη μέρα λιγοστεύει και δεν το καταλαβαίνουμε. Τ΄ αφήνουμε άβουλοι να λιγοστεύει.

Κι έτσι, ενώ κάποτε είχαμε μια οικογένεια λόγου χάρη με πέντε παιδιά κι ένα επάγγελμα, τώρα, στη θέση της, έχουμε πέντε επαγγέλματα στην ίδια οικογένεια κι ένα παιδί.

Πρώτα, τα πέντε παιδιά τα βόλευε η μάνα μ΄ ένα παντελόνι, που μεταβιβαζόταν με μπαλώματα, προσθήκες και μετατροπές, απ΄ το ένα στο άλλο, και στα πέντε παιδιά. Τώρα έχουμε πέντε συγχρόνως παντελόνια (και μάλιστα signés), για τον ένα και μοναδικό γόνο της ίδιας οικογένειας, που την αποτελούν ο πατέρας, η μητέρα, ο γόνος αυτός και τα πέντε παντελόνια του. Που τα φοράει όλα αυτός. Όπως φοράει και τις πέντε ζακέτες του, τα πέντε πουλόβερ του, τα πέντε ζευγάρια παπούτσια του, τα πέντε πανωφοράκια του, όλα μόνος του. Κι όλα signés. Τα τέσσερα αδερφάκια του, που θα μπορούσαν να τα μοιραστούν μαζί του, δεν ήρθαν. Δεν ήρθαν ποτέ στη ζωή. Κι ούτε θα ΄ρθουν. Εμποδίζει τον ερχομό τους η καταναλωτική μας κοινωνία. Κι οι δυο γονείς, όταν μεγαλώσει το μοναδικό παιδί και φύγει από την οικογένεια, θα μείνουν μονάχοι. Με την ερημιά τους. Μια ερημιά, όμως, signée.

=================================================================================================================
 

silver-

New member
=================================================================================================================
H ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

10 Aπριλίου 1826


Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μου ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρινός το ξέρει


Η Ηρωική έξοδος του Μεσολογγίου αποτελεί ίσως την κορυφαία και την πιο συγκινητική στιγμή του Αγώνα της Εθνικής μας παλιγγενεσίας. Η έξοδος ήταν η κατάληξη ενός άνισου με όρους αριθμητικής σύγκρισης, αγώνα μεταξύ αναρίθμητων Τούρκων και λιγοστών Ελλήνων και φιλελλήνων υπερασπιστών της ιερής πόλης του Μεσολογγίου.

Η θυσία του Μεσολογγίου που επί 12 ολόκληρους μήνες αντιστάθηκε ηρωικά, προώθησε το ελληνικό ζήτημα, όσο καμιά άλλη ελληνική νίκη: πλημμύρισε τους άλλους Έλληνες και τους Ευρωπαίους με αισθήματα θαυμασμού για τους άνδρες της φρουράς και τον ηρωικό πληθυσμό του Μεσολογγίου. Πραγματικά σπάνια συναντά κανείς στις σελίδες της ιστορίας παραδείγματα παρόμοιας υπεράνθρωπης ψυχικής αντοχής οι φλόγες του Μεσολογγίου και η συνειδητή θυσία των αγωνιστών θέρμαναν τις καρδιές των πολιτισμένων λαών και τους ξεσήκωσαν σε μία αληθινή σταυροφορία για την απελευθέρωση ψυχικής αντοχής.

Οι φλόγες του Μεσολογγίου και η συνειδητή θυσία των αγωνιστών θέρμαναν τις καρδιές των πολιτισμένων και τους ξεσήκωσαν σε μια αληθινή σταυροφορία για την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους.
Ο εθνικός μας ποιητής ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ , εμπνεύστηκε το κορυφαίο έργο της ποίησης του, τους «Ελευθέρους Πολιορκημένους», από τον αγώνα των εγκλωβισμένων στο Μεσολόγγι και την ηρωική τους έξοδο, παρουσιάζοντας τους αγωνιστές να φτάνουν στο επίπεδο της αγιοποίησης μέσα από το διαρκή αγώνα για την ελευθερία και τη διατήρηση της αξιοπρέπειάς τους. Πολύ χαρακτηριστικά αφήνει να διαφανεί ένα ανυπέρβλητο εθνικό και ανθρωπιστικό μήνυμα από τη θυσία των μαρτύρων της Εξόδου: η προσήλωση στο χρέος της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας είναι αυτή που καταξιώνει τον άνθρωπο ως ανώτερη ύπαρξη επιβεβαιώνοντας το ηθικό του βάθος και τη δυνατότητα για την προσέγγιση της αυτοσυνειδησίας.

Σήμερα που οι λέξεις ΕΘΝΟΣ και ΠΑΤΡΙΔΑ τείνουν να μπούν στο περιθώριο καθώς το παγκόσμιο αρχίζει να υπερκαλύπτει το εθνικό, ως Έλληνες οφείλουμε να σκεπτόμαστε το εθνικό και ιστορικό μας χρέος απέναντι στους προγόνους μας, έχοντας ως οδηγό ζωής στην ψυχή μας τους μάρτυρες της Εξόδου του Μεσολογγίου.

Η σημερινή επέτειος όπως και κάθε επέτειος, πρέπει να είναι αφορμή για να βγάλουμε μερικά χρήσιμα συμπεράσματα για το παρόν και το μέλλον της εθνικής μας ιστορίας. Πρέπει να αναζητήσουμε, πόσο μέλλον έχει το παρελθόν μας και πόσο σημαντικό είναι για μας, σήμερα να το αναδείξουμε και να το προστατεύσουμε, όχι ως μουσειακό είδος αλλά ως ζώσα πραγματικότητα, ως πρότυπο προς μίμηση.

Όλες οι μορφές αυτοεπιβεβαίωσης συνδέονται με μία έντονη ανάγκη συνέχειας. Είναι η αναγκαιότητα να ενταχθεί σε μια συνέχεια η οποία βυθίζει τις ρίζες της σ’ένα απόμακρο παρελθόν και μπορεί έτσι καλύτερα να εγγυηθεί πώς έχει και μέλλον. Μέλλον έχει μόνο όποιος κατορθώνει να είναι ελεύθερος μέσα σε ένα κόσμο που επικρατεί το δίκαιο του ισχυρότερου.
Ίσως όλα αυτά να ακούγονται κοινότυπα και να θεωρούνται αυτονόητα. Σε καιρό όμως ειρήνης και ελευθερίας η υπόμνηση των αυτονοήτων εξασφαλίζει το υπέρτατο αυτονόητο αγαθό, την ίδια τη ζωή και τις αξίες της.

Έχοντας κατά νου , το εθνικό και ανθρωπιστικό μήνυμα της Εξόδου, ας το κάνει ο καθένας μας οδηγό για την καθημερινή του ζωή. Η ηθική και εθνική ελευθερία είναι τα προαπαιτούμενα της αξιοπρέπειας που δυστυχώς τόσο λείπει από τις συμπεριφορές της εποχής μας.

=================================================================================================================
 
Top