maxpayne79
New member
35 χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από το κίνημα του Ναυτικού που εκδηλώθηκε το Μάϊο του 1973 με το αντιτορπιλικό ''Βέλος΄΄ και κυβερνήτη τον Νίκο Παππά. Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι, αξίζει να αναφέρουμε παρακάτω, τα γεγονότα και τα πρόσωπα που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο, σε μια από τις πιο ένδοξες στιγμές στην ιστορία του Πολεμικού Ναυτικού.
Σύμφωνα με τον ναύαρχο Νίκο Παππά, πρωταγωνιστή του Ναυτικού Κινήματος, από την πρώτη μέρα της 21ης Απριλίου 1967, που επεβλήθη στη χώρα μας η στρατιωτική δικτατορία, από μία ομάδα επίορκων αξιωματικών του Στρατού Ξηράς, με την ευλογία και ξένων παραγόντων, όλα τα στελέχη του Ναυτικού έδειξαν ότι ήταν αντίθετα.
«Όσο περνούσε ο χρόνος, η πίστη τους για μια ουσιαστική αντίδραση άρχισε να εμπεδώνεται. Γνώριζαν ότι οι δικτατορίες με τρεις τρόπους μόνο ανατρέπονται.
Ο πρώτος τρόπος είναι η άμεση και καθολική εξέγερση του λαού, η οποία όμως για τις επικρατούσες συνθήκες της εποχής ήταν πολύ δύσκολο να οργανωθεί και να πραγματοποιηθεί.
Ο δεύτερος τρόπος και πιο αποτελεσματικός είναι μια εξέγερση των Ενόπλων Δυνάμεων ή ακόμη ενός ικανού τμήματος αυτών εναντίον των πραξικοπηματιών, που με την απειλή της ισχύος των όπλων αυτοί να αναγκαστούν να παραδώσουν την εξουσία.
Ο τρίτος τρόπος και πιο οδυνηρός είναι έπειτα από μια εθνική συμφορά. Για εμάς, δυστυχώς, αυτή ήλθε από τη σχιζοφρενική και προδοτική απόφαση του Ιωαννίδη να οργανώσει και να εκτελέσει το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, με αποτέλεσμα το διαμελισμό της Κύπρου.
Η πεποίθηση και η πίστη που επικράτησε στους αξιωματικούς του Ναυτικού ήταν ότι μόνον ο δεύτερος τρόπος ήταν ο πλέον πρόσφορος και αποτελεσματικός, δηλαδή με την εξέγερση του Στόλου.
Γεγονός, όμως, είναι ότι η οργάνωση μιας συνωμοσίας εναντίον μιας στρατιωτικής δικτατορίας από εν ενεργεία αξιωματικούς είναι μια δύσκολη και άκρως επικίνδυνη υπόθεση, δεδομένου ότι ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, που πάντα επικρέμαται, προβλέπει γι' αυτούς έκτακτο στρατοδικείο, συνοπτική διαδικασία, παραπομπή για εσχάτη προδοσία και εκτέλεση.
Γι' αυτό τα προς μύηση στελέχη πρέπει να διαθέτουν ιδιαίτερα χαρίσματα, όπως τόλμη, αποφασιστικότητα, ψυχική αντοχή, για αντιμετώπιση κάθε δύσκολης περίπτωσης, και ιδιαίτερα η πίστη τους για επιτυχία του αντικειμενικού σκοπού να είναι αταλάντευτη. Συναισθηματικοί, κοινωνικοί και οικογενειακοί προβληματισμοί τουλάχιστον για τους επικεφαλής πρέπει παντελώς να αγνοούνται.
Η πρώτη ενέργεια του Ναυτικού ήταν η συμμετοχή στο αντικίνημα του βασιλιά, στις 13 Δεκεμβρίου 1967, που το στήριξε ακολουθώντας τη φυσική του ηγεσία και με προσήλωση στη νομιμότητα, που ήταν τότε η επαναφορά της χώρας στη συνταγματική τάξη.
Ύστερα από αυτή την προσπάθεια και μέσα στο 1968 συνωμοτικές ομάδες αξιωματικών σχεδίασαν δύο αντιδικτατορικές ενέργειες, την απαγωγή του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου κατά τη διάρκεια της ασκήσεως «Θρίαμβος» τον Αύγουστο του 1969 και την κατάληψη της Κρήτης το 1970, που ματαιώθηκαν για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως των μυημένων αξιωματικών.
Παρά τις παραπάνω ματαιώσεις, που δεν ήταν ευρύτερα γνωστές, οι μύχιες σκέψεις και οι συζητήσεις μεταξύ μεμονωμένων ομάδων, φίλων ή συμμαθητών, κατέληξαν στην οριστική απόφαση οργανώσεως ενός κινήματος από το σύνολο και με πίστη ότι ο Στόλος μπορούσε να ανατρέψει τη δικτατορία.
Ένας βασικός πυρήνας ήταν οι συμμαθητές και φίλοι της τάξεως του 1948 που συγκρότησαν τη διοικούσα επιτροπή του κινήματος του Ναυτικού.
Αυτοί, με την προϋπόθεση ότι οι περισσότεροι από αυτούς θα ήσαν κυβερνήτες των αντιτορπιλικών το 1972 και 1973, έβαλαν στόχο να εκδηλωθεί το κίνημα μέσα σ' αυτό το χρονικό διάστημα.
Έτσι ξεκίνησε μια πιο συστηματική οργάνωση. Προχώρησαν σταδιακά σε μυήσεις αξιωματικών, οι οποίοι ανταποκρίνονταν αμέσως και με ενθουσιασμό. Μεθοδεύτηκαν επιλεκτικές τοποθετήσεις σε διάφορες νευραλγικές θέσεις.
Από το 1969-70 μέχρι το 1971 οι μυημένοι αξιωματικοί ακολουθούσαν μια στάση αναμονής μέχρι να δημιουργηθούν οι κατάλληλες και ευνοϊκές συνθήκες για την εκδήλωση του εγχειρήματος.
Μέσα σ' αυτό το χρονικό διάστημα η χούντα είχε προσαρτήσει στις τάξεις της μικρό αριθμό αξιωματικών του Ναυτικού, οι οποίοι ήσαν δακτυλοδεικτούμενοι, απολύτως γνωστοί και περιφρονημένοι από το σύνολο.
Ήταν κυρίως αξιωματικοί χαμηλής επαγγελματικής κατάρτισης και αρκετοί προσπαθούσαν με αυτό τον τρόπο να βελτιώσουν τη σταδιοδρομική τους πορεία. Βέβαια, υπήρχαν και ελάχιστοι, που το ιδεολογικό τους πιστεύω ήταν ταυτισμένο με τη χούντα και συμπεριφέρονταν με «κομπασμό».
Στο ίδιο χρονικό διάστημα υπήρξαν δημοκρατικοί αξιωματικοί που παραιτήθηκαν οικειοθελώς, ως ένδειξη διαμαρτυρίας, πράξη που δεν ήταν ουσιαστική, αντίθετα διευκόλυνε τη χούντα στο να απαλλαγεί απ' αυτούς. Η ενέργειά τους αυτή κατεκρίθη δριμύτατα από τους αποφασισμένους να δώσουν τη μάχη από μέσα.
Υπήρξαν και λίγες περιπτώσεις μυημένων αξιωματικών που για προσωπικούς τους λόγους αποσύρθηκαν προ της ορισθείσας ημερομηνίας εκδηλώσεως του κινήματος, αλλά παρέμειναν εχέμυθοι μέχρι τέλους.
Στο Ναυτικό μεταξύ των στελεχών υπήρχε ανέκαθεν ελευθερία του λόγου όσον αφορά τις πολιτικές πεποιθήσεις. Κατά τη διάρκεια όμως της χούντας αυτό περιορίστηκε σε στενότερους κύκλους.
Έχοντας πάντα στόχο εκτέλεσης του κινήματος τη χρονική περίοδο 1972-73, από τις αρχές του 1971 ανεπτύχθη μεγάλη δραστηριότητα και ο αριθμός των μυημένων αξιωματικών αυξήθηκε κατά πολύ.
Μία από τις πιο νευραλγικές θέσεις στο ΓΕΝ ήταν και του τμηματάρχη τοποθετήσεων των αξιωματικών, την οποία κατείχε ένας από τους πρώτους μυηθέντες. Η «μαεστρία» του ήταν ότι έπεισε όλα τα ανώτερα κλιμάκια για τις «σωστές» εισηγήσεις του.
Έτσι, το 1972 τοποθετήθηκαν αξιωματικοί ως κυβερνήτες, ύπαρχοι, πρώτοι μηχανικοί στα πλοία του Στόλου και σε άλλες νευραλγικές υπηρεσίες των επιτελείων, των υπηρεσιών και στους ναυστάθμους.
Πέραν της συμμετοχής των παραπάνω αναφερόμενων στελεχών και μονάδων του Πολεμικού Ναυτικού, υπήρχαν και από το Στρατό Ξηράς και την Πολεμική Αεροπορία μυημένοι ολιγάριθμοι αξιωματικοί με ενεργό συμμετοχή.
Ως παράδειγμα αναφέρεται μόνο από το Στρατό ο τότε ταγματάρχης αείμνηστος Σπύρος Μουστακλής, που βασανίστηκε βάναυσα στο κολαστήριο ΕΑΤ/ΕΣΑ και που θα αναλάμβανε φρούραρχος στη Σύρο, όπου προεβλέπετο η κατάληψη του νησιού, προκειμένου να σχηματισθεί εκεί Εθνική Κυβέρνηση.
Ο Σπύρος Μουστακλής, (1926-1986), γεννήθηκε στο Μεσολόγγι. Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων, πολέμησε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας έλαβε ενεργό μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα κυρίως από τις τάξεις της οργάνωσης «Ελεύθεροι Έλληνες», στην οποία συμμετείχαν και άλλοι αξιωματικοί που αντιτάχθηκαν στη δικτατορία.
Ο Μουστακλής συμμετείχε επίσης και στο κίνημα του Ναυτικού και λίγο πριν από τις συλλήψεις των αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού, το Μάιο του 1973, συνελήφθη από τα όργανα της δικτατορίας και φυλακίστηκε. Κατά τη διάρκεια της κράτησής του βασανίστηκε και έπειτα από χτύπημα στο κεφάλι έμεινε παράλυτος.
Η τραγική κατάληξη του βασανισμού του Σπύρου Μουστακλή στα κρατητήρια της δικτατορίας είχε αποτέλεσμα να μετριαστούν οι βασανισμοί των κρατουμένων αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού, που είχαν συλληφθεί και βασανίζονταν, καθώς οι δυνάμεις Ασφαλείας του καθεστώτος φοβήθηκαν το γενικότερο πολιτικό αντίκτυπο που θα είχε μια νέα τραγική κατάληξη.
Από πλευράς Αεροπορίας, οι μυημένοι αξιωματικοί θα αποτελούσαν τους πυρήνες στα αεροδρόμια και τις υπηρεσίες, ώστε να μην κινηθούν αεροσκάφη εναντίον του επαναστατημένου Στόλου. Ήταν δεδομένο ότι και στην Αεροπορία το επικρατούν πνεύμα ήταν αντιδικτατορικό.
Οι πιστοί στον όρκο τους αξιωματικοί είχαν υποχρέωση να κάνουν ό,τι ήταν δυνατόν για την επαναφορά της χώρας στη συνταγματική τάξη.
Το χρόνο αυτό κάθε μυημένος προϊστάμενος προετοίμαζε τον τομέα του. Οι αξιωματικοί των Επιτελείων προσάρμοζαν τις ασκήσεις-κινήσεις των πλοίων του Στόλου ώστε στη δεδομένη στιγμή να αντιδράσουν. Ήταν και αυτό μια πολύ λεπτή υπόθεση.
Τα συνεργεία του ναυστάθμου αποκαθιστούσαν αμέσως τις τυχόν βλάβες των μηχανημάτων και των συσκευών των πλοίων και αυτά εφοδιάζονταν με καύσιμα και τα απαραίτητα υλικά με ταχύτατο ρυθμό.
Την άνοιξη του 1973 όλοι και όλα ήταν έτοιμα. Η διαταγή επιχειρήσεων είχε υποστεί τις τελικές προσαρμογές. Το κίνημα θα εκδηλωνόταν στις πρώτες ώρες της 23ης Μαΐου, κατά τη διάρκεια προγραμματισμένης-σχεδιασμένης άσκησης.
Όλες οι τελευταίες οδηγίες και οι προπαρασκευαστικές ενέργειες απόπλου είχαν αρχίσει, «είχε ανάψει το πράσινο φως» για έναρξη του κινήματος την 22α Μαΐου και ώρα 02.00.
Τις βραδινές ώρες της 21ης Μαΐου υπήρξαν οι πρώτες ενδείξεις ότι το κίνημα είχε προδοθεί. Οι αρχές ασφαλείας της χούντας δεν είχαν όμως σαφή και συγκεκριμένη εικόνα.
Το ίδιο βράδυ, αργά, ο αείμνηστος Ευάγγελος Αβέρωφ, ως πολιτικός σύμβουλος, εξέφρασε τη γνώμη ότι το κίνημα έπρεπε στη φάση που ήταν να εκδηλωθεί το ταχύτερο. Το πρωί της επόμενης μέρας και μέχρι το μεσημέρι της 22ας Μαΐου υπήρχε ακόμη χρόνος και τρόπος απόπλου ορισμένων πλοίων.
Δυστυχώς, επικράτησε η συντηρητική άποψη και παρά τις πιέσεις ορισμένων υπάρχων να αποπλεύσουν πλοία, κανένα δεν απέπλευσε, ενώ αργά το βράδυ ελήφθη η μοιραία απόφαση αναβολής του κινήματος με τη συνθηματική λέξη «Σοφοκλής».
Η διασταύρωση των πληροφοριών από τη χούντα έγινε αρκετές ώρες αργότερα, στις απογευματινές ώρες της 22ας Μαΐου, οπότε οι κυβερνήτες των πλοίων κλήθηκαν να παρουσιασθούν στο Αρχηγείο του Στόλου, ενώ συγχρόνως συνελήφθησαν οι δύο πρώτοι αξιωματικοί στα σπίτια τους. Οι κυβερνήτες τέθηκαν υπό περιορισμό. Το σύνθημα ακύρωσης «Σοφοκλής» μεταδόθηκε προς όλα τα επαναστατημένα κλιμάκια.
Την επόμενη μέρα, 23 Μαΐου, άρχισαν σταδιακά οι συλλήψεις που συνεχίστηκαν μέχρι και τη 16η Ιουνίου. Έφθασαν τις 70 και σταμάτησαν.
Το Α/Τ «Βέλος» εγκατέλειψε την άσκηση του ΝΑΤΟ και κατέπλευσε στο Φιουμιτσίνο της Ιταλίας, για να συνεχίσει τον αντιδικτατορικό του αγώνα, με τον κυβερνήτη, έξι σημαιοφόρους και είκοσι πέντε υπαξιωματικούς όπου εκεί τους δόθηκε πολιτικό άσυλο.
Τις επόμενες ημέρες τα μέσα ενημέρωσης παγκόσμια έστρεψαν την προσοχή όλων στην Ελλάδα. Οι συνεντεύξεις του Παππά και της ομάδας που τον ακολούθησε αποκάλυψαν τα συμβαίνοντα στη χώρα μας. Η ιταλική κυβέρνηση, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις και υπό την πίεση της κοινής γνώμης, είχε αποδεχθεί το αίτημά τους για πολιτικό άσυλο. Από εκεί άρχισε ένα οδοιπορικό που κράτησε μέχρι τον Ιούλιο του επόμενου χρόνου, όταν η εισβολή των τούρκων στην Κύπρο έφερε τους «στασιαστές» εθελοντικά πίσω στην Ελλάδα και στην ενεργό υπηρεσία στο Ναυτικό.
Η ομάδα αυτή, με τον Παππά επικεφαλής, τους έξι νεαρούς σημαιοφόρους, τους είκοσι τρεις μόνιμους υπαξιωματικούς και τον πρότακτο ναύτη, κράτησε τη συνοχή της. Ο Παππάς, βοηθούμενος από τους σημαιοφόρους, συντόνιζε τις προσπάθειες για επιβίωση όλων και για εύρεση εργασίας στη συνέχεια.
Η κύρια όμως προσπάθεια όλο αυτό το διάστημα ήταν οι ενέργειες κατά του απριλιανού καθεστώτος. Πλήθος δηλώσεων, συνεντεύξεων, επιστολών και τηλεγραφημάτων εμφανίζονταν στις εφημερίδες και ακούγονταν από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Έγιναν επαφές με έλληνες και ξένους, που με τον τρόπο τους μάχονταν τη δικτατορία. Από τις πρώτες δηλώσεις στο εξωτερικό είναι ένα κείμενο για ευαισθητοποίηση των κύκλων του ΝΑΤΟ, που παράλληλα αποκλείει της κομμουνιστικής ιδεολογίας τα μέλη της ομάδας.
Αξιωματικοί που υπηρετούσαν σε θέσεις του ΝΑΤΟ και σε άλλες αποστολές του εξωτερικού παραιτήθηκαν, ενώ άλλοι που δεν είχαν συλληφθεί παραδόθηκαν οικειοθελώς, για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στους συλληφθέντες.
Οι συλληφθέντες αξιωματικοί φυλακίστηκαν και παρέμειναν σε άθλιες συνθήκες απομόνωσης επί τρίμηνο, ενώ υπέστησαν βασανιστήρια από τα ανδρείκελα της στρατιωτικής αστυνομίας.
Περήφανοι παραδέχθηκαν τη συμμετοχή τους στο αντιδικτατορικό κίνημα και όρθωσαν τη στρατιωτική τους τιμή στα ανθρωποειδή της χούντας, που δεν ανέχονταν να πιστέψουν ότι ήταν δυνατό να είχαν εξαπατηθεί. Σύμπλεγμα που τους έκανε «έξω φρενών».
Στο τρίμηνο που μεσολάβησε, μέχρι τον Αύγουστο που δόθηκε γενική αμνηστία, πλην των 32 ανδρών του Α/Τ «Βέλος» και προτού οι συλληφθέντες αξιωματικοί τεθούν σε απόταξη, στις 3 Σεπτεμβρίου 1973, είχε ήδη προηγηθεί η παραπομπή τους στο έκτακτο στρατοδικείο από 27 Ιουλίου.
Ελεύθεροι και περήφανοι, με το κεφάλι ψηλά, αντίκριζαν τους πολίτες με καθαρό βλέμμα γιατί αισθάνονταν ότι είχαν επιτελέσει το καθήκον τους. Οι πολίτες με θαυμασμό το αναγνώριζαν και με καμάρι έλεγαν: «Είναι αξιωματικός του Ναυτικού».
Υπήρχε και ένα παράπονο, δικαιολογημένο, από συναδέλφους που δεν είχαν μυηθεί. Δεν ήξεραν όμως ότι αυτό είχε τη σκοπιμότητα της προστασίας τους, μέχρι να εκραγεί το κίνημα. Ήταν απόλυτα βέβαιο ότι αυτοί θα ακολουθούσαν αυθόρμητα και με ενθουσιασμό.
Μετά τη Μεταπολίτευση όλοι οι απότακτοι, πάντα σεμνοί και αθόρυβοι, ανακλήθηκαν από την Εθνική Κυβέρνηση και τοποθετήθηκαν σε καίριες θέσεις βοηθώντας στην εδραίωση της δημοκρατίας και συνέχισαν την καριέρα τους υπηρετώντας την πατρίδα.
Κατά καιρούς πολλά λέγονται περί δήθεν καθοδηγήσεως του κινήματος από εσωτερικούς ή εξωτερικούς παράγοντες. Τίποτα αναληθέστερο.
Το κίνημα του Ναυτικού του Μαΐου του 1973 είχε χαρακτηριστικά που το διαφοροποιούν από άλλα στρατιωτικά κινήματα και το καθιστούν μοναδικό.
Η αλήθεια είναι ότι:
-Οργανώθηκε με απόλυτη και μόνον πρωτοβουλία των εν ενεργεία αξιωματικών, οι οποίοι ήταν διαφορετικών πεποιθήσεων.
-Δεν απέβλεπε στην κατάληψη της εξουσίας ή με σκοπό την αντικατάσταση των δικτατόρων.
-Δεν συνδέθηκε με επιδιώξεις οποιασδήποτε πολιτικής και πολύ περισσότερο κομματικής παράταξης.
-Κανένα πολιτικό πρόσωπο ή οργάνωση δεν παρεκκίνησε τους συμμετασχόντες.
Πέρασαν 35 χρόνια από τότε που ένα καλά σχεδιασμένο αντιδικτατορικό κίνημα, από τα σπλάχνα του στρατεύματος, καίτοι δεν εκδηλώθηκε ως στρατιωτικό εγχείρημα, είχε άμεσες και καταλυτικές επιπτώσεις.
Για να ακριβολογήσουμε, ήταν μια επανάσταση του Στόλου, υπό την έννοια ότι εξέφραζε τη θέληση, τους πόθους και την ψυχή του ελληνικού λαού για επαναφορά στη δημοκρατική νομιμότητα και πολιτογραφείται δικαιωματικά ως η αξιολογότερη δυναμική ενέργεια για την πτώση της χούντας.
Το μήνυμα που παραμένει είναι ότι πολιτική ηγεσία, Ένοπλες Δυνάμεις και λαός ενωμένοι και με ομοψυχία μπορούν πάντα να προστατεύσουν το δημοκρατικό πολίτευμα και την ασφάλεια της πατρίδας μας από κάθε κίνδυνο.
Το Αντιτορπιλικό «Βέλος» συντηρείται από το Ναυτικό ως Μνημείο Αντιδικτατορικής Αντίστασης των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και κάθε χρόνο, την επέτειο του Κινήματος του Ναυτικού, γιορτάζεται σ’ αυτό εκδήλωση για τις αντιδικτατορικές ενέργειες των στρατιωτικών κατά την επταετία 1967-1974.
Σύμφωνα με τον ναύαρχο Νίκο Παππά, πρωταγωνιστή του Ναυτικού Κινήματος, από την πρώτη μέρα της 21ης Απριλίου 1967, που επεβλήθη στη χώρα μας η στρατιωτική δικτατορία, από μία ομάδα επίορκων αξιωματικών του Στρατού Ξηράς, με την ευλογία και ξένων παραγόντων, όλα τα στελέχη του Ναυτικού έδειξαν ότι ήταν αντίθετα.
«Όσο περνούσε ο χρόνος, η πίστη τους για μια ουσιαστική αντίδραση άρχισε να εμπεδώνεται. Γνώριζαν ότι οι δικτατορίες με τρεις τρόπους μόνο ανατρέπονται.
Ο πρώτος τρόπος είναι η άμεση και καθολική εξέγερση του λαού, η οποία όμως για τις επικρατούσες συνθήκες της εποχής ήταν πολύ δύσκολο να οργανωθεί και να πραγματοποιηθεί.
Ο δεύτερος τρόπος και πιο αποτελεσματικός είναι μια εξέγερση των Ενόπλων Δυνάμεων ή ακόμη ενός ικανού τμήματος αυτών εναντίον των πραξικοπηματιών, που με την απειλή της ισχύος των όπλων αυτοί να αναγκαστούν να παραδώσουν την εξουσία.
Ο τρίτος τρόπος και πιο οδυνηρός είναι έπειτα από μια εθνική συμφορά. Για εμάς, δυστυχώς, αυτή ήλθε από τη σχιζοφρενική και προδοτική απόφαση του Ιωαννίδη να οργανώσει και να εκτελέσει το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, με αποτέλεσμα το διαμελισμό της Κύπρου.
Η πεποίθηση και η πίστη που επικράτησε στους αξιωματικούς του Ναυτικού ήταν ότι μόνον ο δεύτερος τρόπος ήταν ο πλέον πρόσφορος και αποτελεσματικός, δηλαδή με την εξέγερση του Στόλου.
Γεγονός, όμως, είναι ότι η οργάνωση μιας συνωμοσίας εναντίον μιας στρατιωτικής δικτατορίας από εν ενεργεία αξιωματικούς είναι μια δύσκολη και άκρως επικίνδυνη υπόθεση, δεδομένου ότι ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, που πάντα επικρέμαται, προβλέπει γι' αυτούς έκτακτο στρατοδικείο, συνοπτική διαδικασία, παραπομπή για εσχάτη προδοσία και εκτέλεση.
Γι' αυτό τα προς μύηση στελέχη πρέπει να διαθέτουν ιδιαίτερα χαρίσματα, όπως τόλμη, αποφασιστικότητα, ψυχική αντοχή, για αντιμετώπιση κάθε δύσκολης περίπτωσης, και ιδιαίτερα η πίστη τους για επιτυχία του αντικειμενικού σκοπού να είναι αταλάντευτη. Συναισθηματικοί, κοινωνικοί και οικογενειακοί προβληματισμοί τουλάχιστον για τους επικεφαλής πρέπει παντελώς να αγνοούνται.
Η πρώτη ενέργεια του Ναυτικού ήταν η συμμετοχή στο αντικίνημα του βασιλιά, στις 13 Δεκεμβρίου 1967, που το στήριξε ακολουθώντας τη φυσική του ηγεσία και με προσήλωση στη νομιμότητα, που ήταν τότε η επαναφορά της χώρας στη συνταγματική τάξη.
Ύστερα από αυτή την προσπάθεια και μέσα στο 1968 συνωμοτικές ομάδες αξιωματικών σχεδίασαν δύο αντιδικτατορικές ενέργειες, την απαγωγή του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου κατά τη διάρκεια της ασκήσεως «Θρίαμβος» τον Αύγουστο του 1969 και την κατάληψη της Κρήτης το 1970, που ματαιώθηκαν για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως των μυημένων αξιωματικών.
Παρά τις παραπάνω ματαιώσεις, που δεν ήταν ευρύτερα γνωστές, οι μύχιες σκέψεις και οι συζητήσεις μεταξύ μεμονωμένων ομάδων, φίλων ή συμμαθητών, κατέληξαν στην οριστική απόφαση οργανώσεως ενός κινήματος από το σύνολο και με πίστη ότι ο Στόλος μπορούσε να ανατρέψει τη δικτατορία.
Ένας βασικός πυρήνας ήταν οι συμμαθητές και φίλοι της τάξεως του 1948 που συγκρότησαν τη διοικούσα επιτροπή του κινήματος του Ναυτικού.
Αυτοί, με την προϋπόθεση ότι οι περισσότεροι από αυτούς θα ήσαν κυβερνήτες των αντιτορπιλικών το 1972 και 1973, έβαλαν στόχο να εκδηλωθεί το κίνημα μέσα σ' αυτό το χρονικό διάστημα.
Έτσι ξεκίνησε μια πιο συστηματική οργάνωση. Προχώρησαν σταδιακά σε μυήσεις αξιωματικών, οι οποίοι ανταποκρίνονταν αμέσως και με ενθουσιασμό. Μεθοδεύτηκαν επιλεκτικές τοποθετήσεις σε διάφορες νευραλγικές θέσεις.
Από το 1969-70 μέχρι το 1971 οι μυημένοι αξιωματικοί ακολουθούσαν μια στάση αναμονής μέχρι να δημιουργηθούν οι κατάλληλες και ευνοϊκές συνθήκες για την εκδήλωση του εγχειρήματος.
Μέσα σ' αυτό το χρονικό διάστημα η χούντα είχε προσαρτήσει στις τάξεις της μικρό αριθμό αξιωματικών του Ναυτικού, οι οποίοι ήσαν δακτυλοδεικτούμενοι, απολύτως γνωστοί και περιφρονημένοι από το σύνολο.
Ήταν κυρίως αξιωματικοί χαμηλής επαγγελματικής κατάρτισης και αρκετοί προσπαθούσαν με αυτό τον τρόπο να βελτιώσουν τη σταδιοδρομική τους πορεία. Βέβαια, υπήρχαν και ελάχιστοι, που το ιδεολογικό τους πιστεύω ήταν ταυτισμένο με τη χούντα και συμπεριφέρονταν με «κομπασμό».
Στο ίδιο χρονικό διάστημα υπήρξαν δημοκρατικοί αξιωματικοί που παραιτήθηκαν οικειοθελώς, ως ένδειξη διαμαρτυρίας, πράξη που δεν ήταν ουσιαστική, αντίθετα διευκόλυνε τη χούντα στο να απαλλαγεί απ' αυτούς. Η ενέργειά τους αυτή κατεκρίθη δριμύτατα από τους αποφασισμένους να δώσουν τη μάχη από μέσα.
Υπήρξαν και λίγες περιπτώσεις μυημένων αξιωματικών που για προσωπικούς τους λόγους αποσύρθηκαν προ της ορισθείσας ημερομηνίας εκδηλώσεως του κινήματος, αλλά παρέμειναν εχέμυθοι μέχρι τέλους.
Στο Ναυτικό μεταξύ των στελεχών υπήρχε ανέκαθεν ελευθερία του λόγου όσον αφορά τις πολιτικές πεποιθήσεις. Κατά τη διάρκεια όμως της χούντας αυτό περιορίστηκε σε στενότερους κύκλους.
Έχοντας πάντα στόχο εκτέλεσης του κινήματος τη χρονική περίοδο 1972-73, από τις αρχές του 1971 ανεπτύχθη μεγάλη δραστηριότητα και ο αριθμός των μυημένων αξιωματικών αυξήθηκε κατά πολύ.
Μία από τις πιο νευραλγικές θέσεις στο ΓΕΝ ήταν και του τμηματάρχη τοποθετήσεων των αξιωματικών, την οποία κατείχε ένας από τους πρώτους μυηθέντες. Η «μαεστρία» του ήταν ότι έπεισε όλα τα ανώτερα κλιμάκια για τις «σωστές» εισηγήσεις του.
Έτσι, το 1972 τοποθετήθηκαν αξιωματικοί ως κυβερνήτες, ύπαρχοι, πρώτοι μηχανικοί στα πλοία του Στόλου και σε άλλες νευραλγικές υπηρεσίες των επιτελείων, των υπηρεσιών και στους ναυστάθμους.
Πέραν της συμμετοχής των παραπάνω αναφερόμενων στελεχών και μονάδων του Πολεμικού Ναυτικού, υπήρχαν και από το Στρατό Ξηράς και την Πολεμική Αεροπορία μυημένοι ολιγάριθμοι αξιωματικοί με ενεργό συμμετοχή.
Ως παράδειγμα αναφέρεται μόνο από το Στρατό ο τότε ταγματάρχης αείμνηστος Σπύρος Μουστακλής, που βασανίστηκε βάναυσα στο κολαστήριο ΕΑΤ/ΕΣΑ και που θα αναλάμβανε φρούραρχος στη Σύρο, όπου προεβλέπετο η κατάληψη του νησιού, προκειμένου να σχηματισθεί εκεί Εθνική Κυβέρνηση.
Ο Σπύρος Μουστακλής, (1926-1986), γεννήθηκε στο Μεσολόγγι. Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων, πολέμησε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας έλαβε ενεργό μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα κυρίως από τις τάξεις της οργάνωσης «Ελεύθεροι Έλληνες», στην οποία συμμετείχαν και άλλοι αξιωματικοί που αντιτάχθηκαν στη δικτατορία.
Ο Μουστακλής συμμετείχε επίσης και στο κίνημα του Ναυτικού και λίγο πριν από τις συλλήψεις των αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού, το Μάιο του 1973, συνελήφθη από τα όργανα της δικτατορίας και φυλακίστηκε. Κατά τη διάρκεια της κράτησής του βασανίστηκε και έπειτα από χτύπημα στο κεφάλι έμεινε παράλυτος.
Η τραγική κατάληξη του βασανισμού του Σπύρου Μουστακλή στα κρατητήρια της δικτατορίας είχε αποτέλεσμα να μετριαστούν οι βασανισμοί των κρατουμένων αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού, που είχαν συλληφθεί και βασανίζονταν, καθώς οι δυνάμεις Ασφαλείας του καθεστώτος φοβήθηκαν το γενικότερο πολιτικό αντίκτυπο που θα είχε μια νέα τραγική κατάληξη.
Από πλευράς Αεροπορίας, οι μυημένοι αξιωματικοί θα αποτελούσαν τους πυρήνες στα αεροδρόμια και τις υπηρεσίες, ώστε να μην κινηθούν αεροσκάφη εναντίον του επαναστατημένου Στόλου. Ήταν δεδομένο ότι και στην Αεροπορία το επικρατούν πνεύμα ήταν αντιδικτατορικό.
Οι πιστοί στον όρκο τους αξιωματικοί είχαν υποχρέωση να κάνουν ό,τι ήταν δυνατόν για την επαναφορά της χώρας στη συνταγματική τάξη.
Το χρόνο αυτό κάθε μυημένος προϊστάμενος προετοίμαζε τον τομέα του. Οι αξιωματικοί των Επιτελείων προσάρμοζαν τις ασκήσεις-κινήσεις των πλοίων του Στόλου ώστε στη δεδομένη στιγμή να αντιδράσουν. Ήταν και αυτό μια πολύ λεπτή υπόθεση.
Τα συνεργεία του ναυστάθμου αποκαθιστούσαν αμέσως τις τυχόν βλάβες των μηχανημάτων και των συσκευών των πλοίων και αυτά εφοδιάζονταν με καύσιμα και τα απαραίτητα υλικά με ταχύτατο ρυθμό.
Την άνοιξη του 1973 όλοι και όλα ήταν έτοιμα. Η διαταγή επιχειρήσεων είχε υποστεί τις τελικές προσαρμογές. Το κίνημα θα εκδηλωνόταν στις πρώτες ώρες της 23ης Μαΐου, κατά τη διάρκεια προγραμματισμένης-σχεδιασμένης άσκησης.
Όλες οι τελευταίες οδηγίες και οι προπαρασκευαστικές ενέργειες απόπλου είχαν αρχίσει, «είχε ανάψει το πράσινο φως» για έναρξη του κινήματος την 22α Μαΐου και ώρα 02.00.
Τις βραδινές ώρες της 21ης Μαΐου υπήρξαν οι πρώτες ενδείξεις ότι το κίνημα είχε προδοθεί. Οι αρχές ασφαλείας της χούντας δεν είχαν όμως σαφή και συγκεκριμένη εικόνα.
Το ίδιο βράδυ, αργά, ο αείμνηστος Ευάγγελος Αβέρωφ, ως πολιτικός σύμβουλος, εξέφρασε τη γνώμη ότι το κίνημα έπρεπε στη φάση που ήταν να εκδηλωθεί το ταχύτερο. Το πρωί της επόμενης μέρας και μέχρι το μεσημέρι της 22ας Μαΐου υπήρχε ακόμη χρόνος και τρόπος απόπλου ορισμένων πλοίων.
Δυστυχώς, επικράτησε η συντηρητική άποψη και παρά τις πιέσεις ορισμένων υπάρχων να αποπλεύσουν πλοία, κανένα δεν απέπλευσε, ενώ αργά το βράδυ ελήφθη η μοιραία απόφαση αναβολής του κινήματος με τη συνθηματική λέξη «Σοφοκλής».
Η διασταύρωση των πληροφοριών από τη χούντα έγινε αρκετές ώρες αργότερα, στις απογευματινές ώρες της 22ας Μαΐου, οπότε οι κυβερνήτες των πλοίων κλήθηκαν να παρουσιασθούν στο Αρχηγείο του Στόλου, ενώ συγχρόνως συνελήφθησαν οι δύο πρώτοι αξιωματικοί στα σπίτια τους. Οι κυβερνήτες τέθηκαν υπό περιορισμό. Το σύνθημα ακύρωσης «Σοφοκλής» μεταδόθηκε προς όλα τα επαναστατημένα κλιμάκια.
Την επόμενη μέρα, 23 Μαΐου, άρχισαν σταδιακά οι συλλήψεις που συνεχίστηκαν μέχρι και τη 16η Ιουνίου. Έφθασαν τις 70 και σταμάτησαν.
Το Α/Τ «Βέλος» εγκατέλειψε την άσκηση του ΝΑΤΟ και κατέπλευσε στο Φιουμιτσίνο της Ιταλίας, για να συνεχίσει τον αντιδικτατορικό του αγώνα, με τον κυβερνήτη, έξι σημαιοφόρους και είκοσι πέντε υπαξιωματικούς όπου εκεί τους δόθηκε πολιτικό άσυλο.
Τις επόμενες ημέρες τα μέσα ενημέρωσης παγκόσμια έστρεψαν την προσοχή όλων στην Ελλάδα. Οι συνεντεύξεις του Παππά και της ομάδας που τον ακολούθησε αποκάλυψαν τα συμβαίνοντα στη χώρα μας. Η ιταλική κυβέρνηση, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις και υπό την πίεση της κοινής γνώμης, είχε αποδεχθεί το αίτημά τους για πολιτικό άσυλο. Από εκεί άρχισε ένα οδοιπορικό που κράτησε μέχρι τον Ιούλιο του επόμενου χρόνου, όταν η εισβολή των τούρκων στην Κύπρο έφερε τους «στασιαστές» εθελοντικά πίσω στην Ελλάδα και στην ενεργό υπηρεσία στο Ναυτικό.
Η ομάδα αυτή, με τον Παππά επικεφαλής, τους έξι νεαρούς σημαιοφόρους, τους είκοσι τρεις μόνιμους υπαξιωματικούς και τον πρότακτο ναύτη, κράτησε τη συνοχή της. Ο Παππάς, βοηθούμενος από τους σημαιοφόρους, συντόνιζε τις προσπάθειες για επιβίωση όλων και για εύρεση εργασίας στη συνέχεια.
Η κύρια όμως προσπάθεια όλο αυτό το διάστημα ήταν οι ενέργειες κατά του απριλιανού καθεστώτος. Πλήθος δηλώσεων, συνεντεύξεων, επιστολών και τηλεγραφημάτων εμφανίζονταν στις εφημερίδες και ακούγονταν από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Έγιναν επαφές με έλληνες και ξένους, που με τον τρόπο τους μάχονταν τη δικτατορία. Από τις πρώτες δηλώσεις στο εξωτερικό είναι ένα κείμενο για ευαισθητοποίηση των κύκλων του ΝΑΤΟ, που παράλληλα αποκλείει της κομμουνιστικής ιδεολογίας τα μέλη της ομάδας.
Αξιωματικοί που υπηρετούσαν σε θέσεις του ΝΑΤΟ και σε άλλες αποστολές του εξωτερικού παραιτήθηκαν, ενώ άλλοι που δεν είχαν συλληφθεί παραδόθηκαν οικειοθελώς, για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στους συλληφθέντες.
Οι συλληφθέντες αξιωματικοί φυλακίστηκαν και παρέμειναν σε άθλιες συνθήκες απομόνωσης επί τρίμηνο, ενώ υπέστησαν βασανιστήρια από τα ανδρείκελα της στρατιωτικής αστυνομίας.
Περήφανοι παραδέχθηκαν τη συμμετοχή τους στο αντιδικτατορικό κίνημα και όρθωσαν τη στρατιωτική τους τιμή στα ανθρωποειδή της χούντας, που δεν ανέχονταν να πιστέψουν ότι ήταν δυνατό να είχαν εξαπατηθεί. Σύμπλεγμα που τους έκανε «έξω φρενών».
Στο τρίμηνο που μεσολάβησε, μέχρι τον Αύγουστο που δόθηκε γενική αμνηστία, πλην των 32 ανδρών του Α/Τ «Βέλος» και προτού οι συλληφθέντες αξιωματικοί τεθούν σε απόταξη, στις 3 Σεπτεμβρίου 1973, είχε ήδη προηγηθεί η παραπομπή τους στο έκτακτο στρατοδικείο από 27 Ιουλίου.
Ελεύθεροι και περήφανοι, με το κεφάλι ψηλά, αντίκριζαν τους πολίτες με καθαρό βλέμμα γιατί αισθάνονταν ότι είχαν επιτελέσει το καθήκον τους. Οι πολίτες με θαυμασμό το αναγνώριζαν και με καμάρι έλεγαν: «Είναι αξιωματικός του Ναυτικού».
Υπήρχε και ένα παράπονο, δικαιολογημένο, από συναδέλφους που δεν είχαν μυηθεί. Δεν ήξεραν όμως ότι αυτό είχε τη σκοπιμότητα της προστασίας τους, μέχρι να εκραγεί το κίνημα. Ήταν απόλυτα βέβαιο ότι αυτοί θα ακολουθούσαν αυθόρμητα και με ενθουσιασμό.
Μετά τη Μεταπολίτευση όλοι οι απότακτοι, πάντα σεμνοί και αθόρυβοι, ανακλήθηκαν από την Εθνική Κυβέρνηση και τοποθετήθηκαν σε καίριες θέσεις βοηθώντας στην εδραίωση της δημοκρατίας και συνέχισαν την καριέρα τους υπηρετώντας την πατρίδα.
Κατά καιρούς πολλά λέγονται περί δήθεν καθοδηγήσεως του κινήματος από εσωτερικούς ή εξωτερικούς παράγοντες. Τίποτα αναληθέστερο.
Το κίνημα του Ναυτικού του Μαΐου του 1973 είχε χαρακτηριστικά που το διαφοροποιούν από άλλα στρατιωτικά κινήματα και το καθιστούν μοναδικό.
Η αλήθεια είναι ότι:
-Οργανώθηκε με απόλυτη και μόνον πρωτοβουλία των εν ενεργεία αξιωματικών, οι οποίοι ήταν διαφορετικών πεποιθήσεων.
-Δεν απέβλεπε στην κατάληψη της εξουσίας ή με σκοπό την αντικατάσταση των δικτατόρων.
-Δεν συνδέθηκε με επιδιώξεις οποιασδήποτε πολιτικής και πολύ περισσότερο κομματικής παράταξης.
-Κανένα πολιτικό πρόσωπο ή οργάνωση δεν παρεκκίνησε τους συμμετασχόντες.
Πέρασαν 35 χρόνια από τότε που ένα καλά σχεδιασμένο αντιδικτατορικό κίνημα, από τα σπλάχνα του στρατεύματος, καίτοι δεν εκδηλώθηκε ως στρατιωτικό εγχείρημα, είχε άμεσες και καταλυτικές επιπτώσεις.
Για να ακριβολογήσουμε, ήταν μια επανάσταση του Στόλου, υπό την έννοια ότι εξέφραζε τη θέληση, τους πόθους και την ψυχή του ελληνικού λαού για επαναφορά στη δημοκρατική νομιμότητα και πολιτογραφείται δικαιωματικά ως η αξιολογότερη δυναμική ενέργεια για την πτώση της χούντας.
Το μήνυμα που παραμένει είναι ότι πολιτική ηγεσία, Ένοπλες Δυνάμεις και λαός ενωμένοι και με ομοψυχία μπορούν πάντα να προστατεύσουν το δημοκρατικό πολίτευμα και την ασφάλεια της πατρίδας μας από κάθε κίνδυνο.
Το Αντιτορπιλικό «Βέλος» συντηρείται από το Ναυτικό ως Μνημείο Αντιδικτατορικής Αντίστασης των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και κάθε χρόνο, την επέτειο του Κινήματος του Ναυτικού, γιορτάζεται σ’ αυτό εκδήλωση για τις αντιδικτατορικές ενέργειες των στρατιωτικών κατά την επταετία 1967-1974.